- μακαριότατος
- μακαριότατος (o) блаженнейший – почтительное обращение к патриарху или к архиепископу, предстоятелю автокефальной Церкви
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
μακάριος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Πολιτικός, που μαρτύρησε με σπαθί στην Αλεξάνδρεια επί Δεκίου μαζί με τον Ανδρέα (3ος αι. μ.Χ.). Η μνήμη του τιμάται στις 6 Σεπτεμβρίου. 2. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό στην Αφρική επί Δεκίου (3ος αι.… … Dictionary of Greek
Γεωργίας, Πατριαρχείο — Η Εκκλησία της Γεωργίας (Ιβηρίας) ιδρύθηκε κατά τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους από τον απόστολο Ανδρέα. Τον 5ο αι. αναγνωρίστηκε ως αυτοκέφαλη από το Πατριαρχείο Αντιοχείας, προνόμιο που της αφαιρέθηκε το 1811, αντικανονικά, από τον τότε… … Dictionary of Greek
ԵՐԱՆԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 1 0668 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 10c, 12c ա. μακάριος, μακαριότατος beatus, a, um; beatissimus Որ ինչ յինքն բերէ զերանութիւն. ունօղ կամ տուօղ զերջանկութիւն. երջանիկ. երանեալ. երանացուցիչ. ցանկալի. *Երանական… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
μακάριος — α, ο 1. ευτυχισμένος: Πέθανε μακάριος αφού είχε πραγματοποιήσει όλα του τα όνειρα. 2. ήρεμος, γαλήνιος, ευχαριστημένος: Παρέμενε μακάριος ό,τι και αν του συνέβαινε. 3. υπερθ., μακαριότατος τιμητική προσφώνηση των πατριαρχών και των αρχιεπισκόπων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)